Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Θεατρική απόδραση από την πεζή πραγματικότητα.

Κορυφαία έργα της ελληνικής και ξένης πεζογραφίας ανεβαίνουν στη σκηνή.
Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ
Τάσεις δημιουργούνται και στο θέατρο από παράγοντες ποικίλους. Σύμπτωση; Μόδα; Αναγκαιότητα; «Ωρίμαση» χρόνιων διεργασιών; Μπορεί κι από το συνδυασμό τους. Πάντως, στην εγχώρια θεατρική πράξη, όπου ο πληθωρικός χάρτης της φέτος παραδόξως δεν προδίδει την οικονομική ύφεση και την κρίση που βασανίζει την υπόλοιπη κοινωνία -ίσως μόνο ο μεγάλος αριθμός των επαναλήψεων- προβάλλει ως κυρίαρχη τάση η θεατροποίηση πεζογραφημάτων.
Ως επί το πλείστον κλασικών και πολυδιαβασμένων:
«Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου, «Ζορμπάς» του Καζαντζάκη, «Εμποροι των εθνών» του Παπαδιαμάντη, «Διπλό βιβλίο» του Χατζή, το «Θείο τραγί» του Σκαρίμπα, «Είσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τα τσομπανόσκυλα» του Γιώργου Ιωάννου, «Σαν θα γίνουμε άνθρωποι» του Γιώργου Πικρού, «Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» του Βαλτινού, «Κόκκινος Βράχος» του Ξενόπουλου, «Κερένια Κούκλα» του Χρηστομάνου, «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου» της Αλκης Ζέη, «Μαμά» και «Η ζωή είναι απείρως απίθανη» της Μαργαρίτας Καραπάνου, «Σχέσεις οργής» της Φρίντας Μπιούμπη, «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» του Αλέξη Σταμάτη.
Κι από τα ξένα: «Μετάξι» του Αλεσάντρο Μπαρίκο, «Περί ζώων» της Ελφριντε Γέλινεκ, «Οταν έκλαψε ο Νίτσε» του Ιρβινγκ Γιάλομ, «De Profundis» του Οσκαρ Ουάιλντ, «Λευκές νύχτες» του Ντοστογιέφσκι.
Ενα είναι το ερώτημα πίσω από τον ατελείωτο κατάλογο. Γιατί; Τι συνέβη και ξαφνικά τόσοι πολλοί «κατέφυγαν» στη λογοτεχνία; Λιμπίστηκαν τους πρόσφατους «θριάμβους» της «Λωξάντρας» και του «Τρίτου Στεφανιού», που έσπασαν ταμεία και επαναλαμβάνονται φέτος; Ή οι λόγοι είναι αμιγώς καλλιτεχνικοί; Αναζητώντας, δηλαδή, μια στέρεη νέα δραματουργία, που δυστυχώς δεν υπάρχει, ή τουλάχιστον δεν καλύπτει τη ζήτηση, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα «δοκιμασμένα» έργα της παγκόσμιας και ελληνικής λογοτεχνίας; Ή μήπως τελικά τα πράγματα είναι πολύ πιο προσωπικά;
Μάγια Λυμπεροπούλου
Η Μάγια Λυμπεροπούλου, από τις πρώτες διδάξασες στη θεατρική προσαρμογή πεζών κειμένων («Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο» του Βαλτινού, «Η κοκκώνα η Μαρώ» και «Τα σπασμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου» του Βαλαωρίτη, «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου, «Δαιμονισμένοι» του Ντοστογιέφσκι) πιθανολογεί ότι τη φετινή τάση την έχει υπαγορεύσει η αναγκαιότητα. «Δεν ξέρω τι πνευματικά δικαιώματα πληρώνουν για αυτά τα έργα. Ενδεχομένως, έτσι τα γλιτώνουν. Από την άλλη, οι περισσότεροι δεν ψάχνουν το θεατρικό έργο ιδιαίτερα. Πρέπει να έχεις γνώσεις και να ξέρεις γλώσσες...».
Βεβαίως, δεν είναι ένα φαινόμενο πρωτοφανές η θεατροποίηση πεζών. «Το έχουμε δει να γίνεται πάμπολλες φορές. Αυτή τη στιγμή ο "Χαρτοπαίκτης" του Ντοστογιέφσκι, σε σκηνοθεσία Κάστορφ, θριαμβεύει στο Βερολίνο».
Οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι στην εργασία της μεταγραφής είναι πάντως αρκετοί και αυτό το γνωρίζει από πρώτο χέρι η κ. Λυμπεροπούλου. «Πρέπει, κατ' αρχάς, να κατασκευάσεις θέατρο. Ο Ντοστογιέφσκι, όσο και αν είναι τερατώδης, προσφέρει σκηνές σχεδόν έτοιμες για διάλογο. Τα δε πρόσωπά του έχουν κάτι το αμφιλεγόμενο, είναι σύνθετα και αντιφατικά, γνώρισμα του καλού θεάτρου και των σεξπιρικών ρόλων. Από εκεί και πέρα εξαρτάται ποιες είναι οι επιλογές καθενός. Αλλος ανεβάζει ένα πεζό γιατί τον ενδιαφέρει ο λόγος. Παράδειγμα, ο Βιζυηνός, ο Ροΐδης, ο Παπαδιαμάντης. Εχει μια μαγεία η γλώσσα τους και θέλεις, ιδίως σήμερα που το θέατρο έχει γίνει μονολεκτικό, να ακουστεί. Δεν θεατροποιούνται, δηλαδή, αυτοί οι συγγραφείς με την κλασική έννοια».
Η Μάγια Λυμπεροπούλου δεν θεωρεί ότι «στέρεψε το σακούλι της μεγάλης δραματουργίας. Γιατί μπορώ να αραδιάσω χιλιάδες σπουδαία έργα που δεν έχουν ανεβεί στην Ελλάδα. Είναι όμως πολυπρόσωπα και θέλουν εθνικά θέατρα με τριπλάσιες επιχορηγήσεις από τις δικές μας».
Θωμάς Μοσχόπουλος
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, ένας ακόμη σκηνοθέτης που διέπρεψε στη σκηνική μεταγραφή αριστουργημάτων, όπως το «Στρίψιμο της βίδας» του Χένρι Τζέιμς, και στη θεατροποίηση των διηγημάτων του Κάρβερ «Τόσο πολύ νερό τόσο κοντά στο σπίτι» όπως και των «Μεταμορφώσεων» του Οβιδίου, διαφωνεί με τη Μάγια Λυμπεροπούλου. Ισως γιατί εστιάζεται στη σύγχρονη δραματουργία. «Η παγκόσμια δραματουργία πάσχει από κείμενα», υποστηρίζει.
«Φυσικά θα ήθελα να έχω μπροστά μου τον "Αμλετ" του 2011. Αλλά δεν υπάρχει! Εδώ και μια δεκαετία δεν έχει εμφανιστεί μια σοβαρή πρόταση, όχι μόνο στο ελληνικό αλλά και στο παγκόσμιο ρεπερτόριο. Οι μόδες του '90 γρήγορα έδειξαν ότι δεν έχουν να δώσουν κάτι. Εχει χαθεί η μαστοριά της θεατρικής γραφής. Πολλά από τα έργα που κυκλοφορούν είναι σαν λογοτεχνικοί πεζοί μονόλογοι. Δυστυχώς, η σύγχρονη δραματουργία έχει γίνει εύκολη και γράφεται από ανθρώπους που δεν ξέρουν από θέατρο. Αυτό μας σπρώχνει στα πεζά. Η ανάγκη να υπάρχει κείμενο».
Το φετινό «τσουνάμι» μεταγραμμένων για τη σκηνή πεζογραφημάτων, το αντιμετωπίζει νηφάλια ως ένα «φαινόμενο της εποχής».
«Αλλωστε, όλοι διασκευάζουν και διασκεύαζαν» από τον Μπρουκ και τον Στρέλερ μέχρι τον Γκροτόφσκι. Δεν είναι κάτι καινούργιο. Ξαναγυρίζουμε έτσι στις πηγές και στα αρχέτυπα. Στη λογοτεχνία πάντα θα ανατρέχουμε. Είναι μια πολύ φυσική ροπή».
Δεν χάνουν όμως τα μεγάλα αριστουργήματα με την προβολή των υποκειμενικών «αναγνώσεων» του εκάστοτε διασκευαστή; «Μπορεί τελικά να κερδίζει από τη θεατροποίησή της η λογοτεχνία», αντιτείνει ο Μοσχόπουλος .«Γιατί τα κείμενα όταν ζωντανεύουν στη σκηνή, αποκτούν άλλη δραστικότητα. Δεν υπολείπονται του πεζού. Είναι μια άλλη πρόταση. Αναγκαστικά κάτι επιλέγεις, κάτι αφήνεις. Αλλά δεν χρειάζεται προστασία ο συγγραφέας. Μοναδικός κίνδυνος είναι η προχειρότητα. Η επιλογή της φόρμας είναι ελεύθερη».
ΣτάθηςΛιβαθινός
«Ηλογοτεχνία είναι το μέλλον του θεάτρου. Στο αδιέξοδο που βρίσκεται η δραματουργία, η λογοτεχνία προσφέρει λύση» σύμφωνα με τον Στάθη Λιβαθινό. Με βάση την εμπειρία της θεατροποίησης του «Ηλίθιου» του Ντοστογιέφσκι και της δραματοποίησης του «Ερωτόκριτου» που τώρα επεξεργάζεται (στο «Ακροπόλ»), θεωρεί ότι μεγαλύτερη σημασία έχει «τι θα αφήσεις έξω κατά τη διασκευή, παρά τι θα κρατήσεις. Είναι θέμα αφαίρεσης και όχι μόνο ανακατάταξης ή θεατροποίησης». Γι' αυτόν, τεράστια σημασία έχει «η καινούργια γλώσσα, η θεατρική. Γιατί ό,τι ισχύει στο μυθιστόρημα, δεν ισχύει στο θέατρο». Μπορεί λοιπόν αυτό το «πάντρεμα» λογοτεχνικού και θεατρικού πολιτισμού να «ενέχει μεγαλύτερους κινδύνους», αλλά επιφυλάσσει και «μεγαλύτερες ανακαλύψεις. Διότι όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς έχουν μεγάλη θεατρικότητα και επιρροή στο θεάτρο».
Δεν παραβλέπει ότι κάθε έργο έχει και τους κανόνες του κατά τη διασκευή του. «Ακόμη και η αναπνοή στον "Ερωτόκριτο" είναι διαφορετική απ' ό,τι στον Ντοστογιέφσκι». Ο Στ. Λιβαθινός αποδίδει το «μπαράζ» λογοτεχνικών διασκευών για το θέατρο «σε βραδεία ανάφλεξη. Η Ευρώπη, η Ρωσία, η Γερμανία έχουν ανακαλύψει τη λογοτεχνία εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Εμείς τυχαίνει να έχουμε μία από τις καλύτερες λογοτεχνίες στον κόσμο, επομένως έχουμε μια αποθήκη καλού θεάτρου που περιμένει να αξιοποιηθεί».
Ακης Δήμου
Ο Ακης Δήμου, εξπέρ στις θεατροποιήσεις («Λωξάντρα», «Η κυρία με τις καμέλιες», «Η κυρία Κούλα», «Το αίμα που μαράθηκε»), αυτό τον καιρό «κολυμπά» στην πληθωρικότητα του καζαντζακικού «Ζορμπά» ( θα ανεβεί στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας).
«Είναι δίκαιο και καθ' όλα νομιμοποιημένο να διασκευάζονται για το θέατρο τα λογοτεχνικά έργα», υποστηρίζει. Τον απασχολεί το φαινόμενο του καταιγισμού θεατροποιημένων πεζών και θεωρεί ότι η τάση αυτή «περιγράφει την αδυναμία μας να αναμετρηθούμε με αυτό που συμβαίνει γύρω μας σήμερα. Από την άλλη, μεταφέροντας στο θέατρο κείμενα λογοτεχνικά που μας έχουν συγκινήσει, ανοίγουμε διάλογο με τον άνθρωπο που τα έγραψε και μας συγκίνησε».
Το νόμισμα πάντως έχει δύο όψεις: «Παραμένει ζητούμενο να γραφτούν κείμενα σημερινά. Από την άλλη, ένα παλαιότερο λογοτεχνικό έργο, διασκευασμένο από ανθρώπους που διαθέτουν θεατρικούς κώδικες μπορεί να γίνει σημερινό και να προσθέτει στο μυθιστόρημα αντί να αφαιρεί».
Στη μαζικότητα με την οποία γίνονται οι θεατροποιήσεις έχει ρίξει «λάδι», το ότι «οι τέχνες πλέον συνομιλούν μεταξύ τους και δεν υπάρχει όριο στο τι είναι αμιγώς θεατρικό». Η επικινδυνότητα είναι μία: «Να πριμοδοτήσουμε εαυτόν εις βάρος του συγγραφέα. Το ζητούμενο είναι να συνδιαλλαγείς με μια σχετική ισοτιμία». Υπάρχουν «κλειδιά», κώδικες γι' αυτό; «Εξαρτάται από κάθε κείμενο. Αλλιώς δουλεύεις με μια πεζογραφία σύγχρονη, κι αλλιώς με ένα μυθιστόρημα βεβαρημένο με την τριβή αιώνων. Κάθε κείμενο σού υπαγορεύει τους κώδικες».
Στρατής Πασχάλης
Ο ποιητής Στρατής Πασχάλης δοκιμάζεται για πρώτη φορά φέτος στη θεατροποίηση με τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη (σε συνεργασία με τον Στάθη Λιβαθινό) που θα ανεβεί στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, με την Μπέττυ Αρβανίτη στον ομώνυμο ρόλο.
Εχει ασχοληθεί ως μελετητής με τον Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερο. «Η πρόκληση όμως είναι μεγάλη, έτσι κι αλλιώς» για τον ίδιο. «Η "Φόνισσα" είναι ένα ψυχογράφημα. Η προσωπικότητά της είναι ιδιαίτερα ανάγλυφη και δυνατή. Κι αυτό που κάνω δεν είναι τόσο μια θεατροποίηση όσο μια αποκάλυψη της εσωτερικότητας του λόγου ενός συγγραφέα πρωτότυπου όσο και ο Καβάφης. Ολη η δουλειά μου επομένως είναι να αποκαλύψω αυτή τη σύγχρονη γλώσσα, χωρίς να αλλοιωθεί ούτε το κλίμα ούτε το πνεύμα ούτε η συνέχεια της αφηγηματικής του ροής» Δύσκολη εργασία.
«Είναι επικίνδυνο μόνο όταν το κείμενο μετατρέπεται σε κάτι άλλο απ' αυτό που είναι. Το ενδιαφέρον είναι να ανακαλύψεις το θέατρο στο ίδιο το λογοτεχνικό κείμενο, γιατί τα μεγάλα λογοτεχνικά κείμενα έχουν τη δική τους θεατρικότητα. Κάθε ανάγνωση είναι μια αποκάλυψη. Κι εμείς "αναγνώσεις" κάνουμε. Πάντα υπάρχει το στοιχείο του υποκειμενισμού στον τρόπο που ερμηνεύεις ένα έργο, σεβόμενος ασφαλώς τα "αντικειμενικά" στοιχεία του».
Αντικατοπτρίζει την κρίση του θεατρικού κειμένου η γενικευμένη στροφή προς τη λογοτεχνία; «Ναι. Δεν υπάρχουν σπουδαία θεατρικά κείμενα στο κόσμο. Ο Αλμπι, ο Μάμετ κι ο Πίντερ ήδη ανήκουν σε μια παλαιότερη γενιά. Οπότε μοιραία το θεάτρο στρέφεται στη λογοτεχνία».
Θοδωρής Αμπαζής
Ο Θοδωρής Αμπαζής με την ομάδα θεάτρου «Οπεrα» έχει βάλει πλώρη για τη θεατρική μεταφορά των «Εμπόρων των εθνών» του Παπαδιαμάντη (Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, 19 Οκτωβρίου).« Το κείμενο του Παπαδιαμάντη είναι από μόνο του μουσική». «Για να το νιώσεις πρέπει να το διαβάσεις φωναχτά. Ο Παπαδιαμάντης έχει γράψει μουσική παρτιτούρα, με νότες τα κόμματα, τις τελείες και τα φωνήεντα.
Ολόκληρη η σκηνή πυρκαγιάς φτιάχνεται μόνο με τις λέξεις».
Τη «μεγάλη τάση προς τη λογοτεχνία, και δη την ελληνική των δύο τελευταίων χρόνων», φέτος τη βλέπει να «φουντώνει». «Αυτό σαφέστατα έχει να κάνει με τη εποχή και την ανασφάλεια που νιώθουμε γύρω μας. Αν κάτι μπορεί να μας κρατήσει σήμερα ως λαό είναι το παρελθόν μας, η Ιστορία και η μνήμη μας. Από τη γλώσσα, τη λογοτεχνία, τις καταγωγές μας μπορούμε να πάρουμε δύναμη. Γι' αυτό στρεφόμαστε εκεί μαζικά. Επειδή παραπαίουμε. Είναι πολύ φυσικό γιατί η λογοτεχνία μας είναι υψηλότερου επιπέδου από τη δραματουργία μας. Δεν υπήρξαν οι προϋποθέσεις για να αποκτήσουμε καλούς θεατρικούς συγγραφείς».
Αλέξης Σταμάτης
Ο Αλέξης Σταμάτης είναι 200% εξασφαλισμένος. Το μυθιστόρημά του «Σκότωσε ό,τι αγαπάς», που θα ανεβεί στη Β' Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, ανέλαβε να το διασκευάσει ο ίδιος (με την αρωγή του σκηνοθέτη Αρη Τρουπάκη). «Αυτό όμως δημιουργεί προβλήματα σε μένα τον ίδιο. Διότι ένας συγγραφέας έχει γράψει ένα πεζό μυθιστορηματικά. Ο τρόπος δηλαδή της αφήγησης είναι πολύ διαφορετικός από ό,τι στο θέατρο. Χρειάζονται άλλα εργαλεία». Ετσι, ενώ είχε ξεκινήσει να δουλεύει την πιστή διασκευή του μυθιστορήματος, κατέληξε να σκαρώνει ένα ολοκαίνουργιο θεατρικό. «Πρόκειται για ολική διασκευή. Το να πάρεις ατόφια την πλοκή ενός μυθιστορήματος, σκηνικά δεν έχει κανένα ενδιαφέρον», λέει. Και ανήκει σε εκείνους που θεωρούν απολύτως δικαιολογημένη την καταφυγή των ανθρώπων του θεάτρου στη λογοτεχνία και δη την ελληνική: «Τα ελληνικά μυθιστορήματα προσφέρουν έτοιμη "μαγιά". Ενα μύθο ήδη εκπεφρασμένο, όπως συμβαίνει στον "Ζορμπά", που μπορεί να λειτουργεί και εμπορικά . Κάποιος που έχει διαβάσει το βιβλίο θα πάει να το δει στο θέατρο ευκολότερα από ένα άγνωστο έργο. Αν πάντως κάνεις απλή εικονογράφηση του μυθιστορήματος, έχεις αποτύχει».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts with Thumbnails

Αναγνώστες