Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Αναφορά στα Κάλαντα των Ελλήνων.


Συγγραφή: Βαγγέλης Σταυρόπουλος
Το ποιητικό είδος των Καλάντων, οποιαδήποτε κι αν υπήρξε η ιστορική του αρχή, αναφέρεται σε μία σημαντική μορφή πηγαίας λαϊκής δημιουργίας, μαρτυρία κι ανάγνωση της εκκλησιακής λειτουργίας, ως πολύμορφου κοινωνικού γεγονότος.

Τα κάλαντα, αναπτύσσονται πρώτα απ' όλα σε μια θεολογική προοπτική, της οποίας ο χαρακτήρας είναι κατ' εξοχήν διδακτικός. Η λειτουργία τους συμφωνεί με την εικονολογική εκφραστική της εκκλησίας, ώστε να αποτελούν παιδαγωγό ικανό περί τα ευαγγελικά και τα δογματικά, όπως ακριβώς οι εικόνες κατά τον μέγα Βασίλειο, γίνονται τα βιβλία των αγραμμάτων. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, όπως παραδείγματος χάριν στα κάλαντα Κοτυώρων Πόντου,Άναρχος Θεός, τόσο η ποιητική κατ' αλφάβητον σύνθεση, όσο και η θεολογική τους αναφορικότητα, μαρτυρούν κείμενα δουλεμένα σε βάσεις ΄΄συστηματικές΄΄, που είχαν σίγουρα ως σκοπό τους και την δογματική παιδαγωγία της εκκλησιαστικής κοινότητας. Ακόμα περισσότερο, φαίνεται, πως όσο κι αν η γλώσσα των καλάντων είναι εκείνη των απλών ανθρώπων, οι λογιότερες γλωσσικές μορφές, είτε επιβεβαιώνουν την παιδευτική τους διάσταση, είτε φανερώνουν την ξεχωριστή σημασία, που η διδασκαλία της Εκκλησίας κατείχε στην καθημερινή ζωή των πιστών. Δεν μας δίνουν τον Χριστό μονάχα μες την απλότητά του, αλλά και μες το θάμβος του Μυστηρίου της θείας Οικονομίας: Άναρχος αρχήν λαμβάνει και σαρκούται ο Θεός, ο Αγέννητος γεννάται εις την φάτνην ταπεινός. Ο λαός ποτνιάται της παλιγγενεσίας τραγουδώντας την παραμονή της γιορτής τα κάλαντά του, είτε απλά είτε λογιότερα, έχοντας ωστόσο στραμμένο πάντοτε τον προσανατολισμό του, στην ποιητική παράδοση της Εκκλησίας και ειδικότερα στους κανόνες της εορτής των Χριστού γεννών. Οπότε η θεολογική όψη των ασμάτων αυτών είναι η επί το λαϊκότερον απόδοση των ιερών κειμένων, κι αυτό τους δίνει μία δυναμική ξεχωριστή, καθώς υφίστανται ως μέλος θρησκευτικό, συνάμα και κοσμικό, ήγουν καθολικό.
Φαίνεται, πως η είσοδος του θρησκευτικού στον χώρο του κοσμικού έχει και μια φανέρωση ηθική. Εννοούμε λέγοντας ηθική, πως η γιορτή αξιώνει ένα είδος προσωπικού αναστοχασμού τέτοιου, που να επιτρέπει στον άνθρωπο να εντοπίσει την θέση του στον κόσμο. Η ιερότητα της γιορτής είναι αυτή που κάνει τα πράγματα ιερά, τις ώρες μεγάλες και τις ψυχές ευρύχωρες. Όσα κι αν είναι τα παινέματα των καλανταριστών - εσένα πρέπει αφέντη μου καρέκλα καρυδένια. Και πάλι πρέπει σου καράβι ν΄αρματώσεις και τα πανιά του καραβιού να τα μαλαματώσεις…- το επίκεντρο τίθεται στην ηθική του καθήκοντος και της ευθύνης, όχι ως απόρροια μιας ευσέβειας κλειστής, αλλά ως απορροή του εκκλησιακού είναι, του συν-χωρητικού τρόπου υπάρξεως. Είναι κιόλας σαφές, πως τα λόγια αυτών των τραγουδιών, όσο κι αν διακρίνουν τις κοινωνικές τάξεις με εμφανή τρόπο, κοιτούν την ανθρώπινη κατάσταση ως μία πορεία δυναμική προς το υπέροχό της, ως πορεία προς αυτό που όντως είναι. Αυτός ο ανθρωπολογικός βιασμός, έχει τέτοια ένταση, μιας κι αυτή καθ' εαυτή η ενανθρώπηση του αχωρήτου ζητά κατανόηση του αιωνίου με κατηγορίεςενδοϊστορικές. Ζητά την τέλεια εγκόλπωση του αδιαιρέτως της Χαλκηδόνος. Τον άνθρωπο, αδιαιρέτως υπάρχοντα με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Γι΄αυτό και το κάλαντο θα μας πει πως πρώτα ο Θεός θα σε αξιώσει και μετά ο κόσμος όλος. Δεν υπάρχουν εδώ αξιομισθίες παρά μονάχα καθαρά βλέμματα.
Ξεπροβάλλει εδώ θαρρετά η διαλεκτική Θεού - Ανθρώπου - Κόσμου, ως διαλεκτική μετανοίας. Είναι ο άνθρωπος που ομολογεί μέσα απ' τη μετάνοια, το γένοιτο στην αγάπη του Θεού, όπως αυτή ακραία εκφράστηκε με την ενανθρώπηση του Λόγου. Και ο άνθρωπος αυτός που καλείται να πει το ΄΄ναι΄΄ στον θείο έρωτα, είναι ο αποστάτης άνθρωπος, εκείνος που προηγουμένως διά του προπάτορος είχε πει το ΄΄όχι΄΄ στου Θεού την κλήση. Αυτή ακριβώς η θέση είναι που πάντοτε δημιουργεί την αντίθεση και την διχασμένη ερμηνευτική. Έκτοτε ο άνθρωπος κυνηγά τον νόστο όχι στον προπτωτικό του τόπο, αλλά μες τον κόσμο, όντας αμετανόητος, αντάρτης και στασιαστής. Η μετάνοια η ίδια ως ενδοϊστορική κατηγορία, δεν εκκινεί απ' το σημείο του προπτωτικού ανθρώπου, αλλά ακριβώς απ΄τη στιγμή της πτώσεως και της εξόδου, από το πρώτο κλάμα του Αδάμ. Εκκινώντας απ' το σημείο αυτό, απαιτεί ανάληψη του εαυτούενδοϊστορικά. Αυτό την καθιστά όρο επί-ανά-στατικό, καθώς αποτελεί μια συνεχή διαπραγμάτευση του εαυτού ως στροφή εντός, κι ως κίνηση παλλώμενη προς τον Θεό, τον συν-Άνθρωπο και την Κτίση. Δεν αποβλέπει στην αρχαία κατάσταση, αλλά στην λειτουργική κατάσταση της ανοιχτοσύνης του προσώπου. Στο από δόξης εις δόξαν του ηγαπημένου Ιωάννη, ως το είμαστε όλοι εντός του μέλλοντός μας, του Εμπειρίκου. Η δυναμική του να' ναι κανείς χριστοφόρος, είναι δυναμική ενδοϊστορική κι όχι προ-ιστορική, καθώς εγκαινιάζεται με το γεγονός της Ενσαρκώσεως. Η Ενσάρκωση είναι γεγονός και μυστήριο, αφού εκτινάσσει το ανθρώπινο, σε ένα άλλως άλλο ιστορικό έσχατο. Κρατώντας το και νύν, γνέφουμε στο και εις τους αιώνας. Το Αμήν, το 'χει πει προηγουμένως ο ίδιος ο Χριστός στον Θεό και Πατέρα, κι ακριβώς,  ως ο Αμήν μας συστήνεται στην Αποκάλυψη, ως η υπακοή η εσχάτη στο πατρικό θέλημα. Αν όλα αυτά έχουν σχέση με την χαρά των καλάντων, είναι γιατί αυτά τα άσματα εισβάλλουν στον χώρο του ιδιωτικού και καλούν σε μία ιδιότυπη ανάληψη ευθύνης, όχι καθηκοντολογική, μα ως απορροή του σταθερού βλέμματος του ανθρώπου προς τον Θεό, κι όταν λέμε του σταθερού βλέμματος του ανθρώπου προς τον Θεό, λέμε μαζί και του βλέμματός μας που 'ναι στραμμένο προς τον συνάνθρωπο.   Μέσα σε τούτα τα πεδία, η δυναμική της γιορτής βιάζει αναπόφευκτα και την διάσταση του χρόνου, γι' αυτό και το κάλαντο ψάλλεται  την παραμονή της. Δεν προφταίνει ο άνθρωπος, δεν έχει ούτε χώρο, ούτε χρόνο για να συγκρατηθεί, παρά μονάχα παίρνει τους δρόμους, αφού το γεγονός της ενανθρωπίσεως καθορίζει τον ρυθμό της ζωής. Αυτή η είσοδος του θρησκευτικού στο ιδιωτικό, ζητά την εγκαθίδρυσή του ως μία καθ' ημέραν προοπτική.
Αναντίρρητα σε πολλά σημεία,  η αναφορικότητα των καλάντων είναι κοινοτιστική ή ειδικότερα, πολιτική και οικονομική. Παρατηρούμε πως συνήθως τραγουδιόνται από ομάδες παιδιών σε σπίτια ανθρώπων σημαντικών. Κι αυτό το γνωρίζουμε απ' όλα εκείνα τα καλά πεσκέσια που ζητούν στο τέλος κάθε άσματος:  λουκάνικα, πλευριές, γεμάτα ποτήρια κρασιού απ' του βουτσού τον πόρο…- έβγαλ' την κεσές και δως παράδας…- δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα, δώστα μας και πέντ' έξι αυγά να πάμε σε άλλη πόρτα. Ή αλλού περιγράφονται τα αρχοντικά χτισμένα σπίτια:
Σὲ τοῦτ᾿  τὸ σπίτι ποὔρθαμε, μὶ μάρμαρου στρουμένου…- Ὡραῖα πού ῾ναι τὰ σπίτια φτιαγμένα ὡραῖες οἱ πόρτες μ᾿ ὅλα τὰ κλειδιά.
Όλα τούτα, μαρτυρούν την ύπαρξη μιας ομάδας προυχόντων απ' τους οποίους οι ενδεέστεροι ζητούν. Και δε ζητούν οποιαδήποτε στιγμή, αλλά εκείνη τη γιορτάδα μέρα, πιστεύοντας πως έχει να πει κάτι στην ανθρωπιά τους. Υπάρχει μία κίνηση αγαθών στην κοινότητα , εξαγγελίας της χαράς ένεκα, ώστε εκείνη τη μέρα κατά το δυνατόν η όποια ανισότητα να  κλείνει. Να τρων' όλοι πλούσια το ψωμί τους και να πίνουν το κρασί τους, χάρη στην αφθονία που η πνευματική τράπεζα της γιορτής προσπορίζει. Δε φτάνει λοιπόν μονάχα ο πλούτος της αθανάτου και πνευματικής τραπέζης, αλλά κι αυτό το κορμί θέλει να συγχαρεί και να απολαύσει παρά την κακοπάθειά του, την ισότητα που το εκκλησιακό σώμα ορίζει. Δεν είναι όμως μόνο οι πλούσιοι εκείνοι που δίνουν, μα ο καθένας κατά τη δύναμή του προσφέρει καθιστώντας την δωρεά, υπόμνηση ανθρωπιάς : εἶστε ἀπὸ τοὺς πλούσιους,
φλωριὰ μὴν τὰ λυπᾶστε,
ἂν εἶστε ἀπὸ τοὺς δεύτερους,
ξηντάρες καὶ ζολότες
κι ἂν εἶστ᾿ ἀπὸ τοὺς πάμφτωχους
ἕνα ζευγάρι κότες.
Ύστερα, τα τραγούδια αυτά γίνονται αφορμή να ακουστούν και κουβέντες άλλες που οι συνθήκες τις καθημερινότητας δεν το επιτρέπουν. Δηλαδή κάποιος νέος μπορεί με άνεση να εκφράσει τον θαυμασμό του για το κάλλος, για την όψη ενός θηλυκού: Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα, κυρά μ΄ όταν στολίζεσαι και πας στην εκκλησιά σου, βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι ακάλη και τον καθάριο αυγερινό τον βάνεις δαχτυλίδι. Το πνεύμα της εορτής επιτρέπει να ομολογούνται τα ανομολόγητα, όχι με την ιλαρότητα των λιανοτράγουδων των Αποκρεών, αλλά μέσα στα ανόθευτα επιφάνεια του έρωτα. Η θρησκευτική ποίηση λοιπόν, περιέχει την ερωτική στιχουργική σε ένα σμίξιμο διακριτικό, μα και πρωτάκουστα εκρηκτικό. Κι έτσι η κόρη λέγεται κρουσταλίδα του Μαγιού και πάχνη από τα χιόνια. Στίχοι που ισοκρατούν ψιθυριστά το Άσμα των Ασμάτων.
Τα κάλαντα και μουσικά ακόμη, υπακούν στις απαιτήσεις της εορτής. Τα περισσότερα τονισμένα σε ήχο Πρώτο, δένοντας με την αρμονική του μέλους των κανόνων, χωρίς παραχορδές, χωρίς μεταβολές γένους, με καλλιφωνική διάθεση μονάχα όπου η αυστηρότητα του βυζαντινού μέλους το επιτρέπει. Άλλες φορές πάλι συναντάμε κάλαντα σε ήχο Τέταρτο Λέγετο, που' ρχονται και κουβεντιάζουν με τα στιχηρά των Αίνων της εορτής, κλείνοντας το μάτι στη χαρά του γιορτινού τραπεζιού που θα ακολουθήσει: (…) πανηγυριστής και χορευτής ων φέρεις. Τέταρτον εύχος μουσικοτάτη κρίσει. Συ τους χορευτάς δεξιούμενος πλάττεις, φωνάς βραβεύεις και κροτών εν κυμβάλοις. Σε τον Τέταρτον ήχον ως ευφωνίας, πλήρη, χορευτών ευλογούσι τα στίφη. Η ρυθμική του ποιήματος σμίγοντας με την δυναμική των ήχων, μπορεί να αφήσει την ψυχή να δουλέψει στους δικούς της κτύπους, αφήνοντας τον κόσμο να ανοίγεται σαν θαύμα.
Αυτό το είδος ποιητικής, μπορεί να δώσει στον άνθρωπο τον τόπο, ώστε να βιώσει ώς τα βάθη της κοινωνικής του υποστατικότητος, το θρησκευτικό ως κοσμικό, αφού ο ευαγγελισμός της εορτής περνά στον δημόσιο χώρο, έχοντας προηγούμενος κατοικήσει στο πρόσωπο του καθενός ξεχωριστά.
Τα κάλαντα έχουν να μας πουν για τα σπίτια μας με τα μαρμαρένια τους πατώματα, για τις ωραίες μας γυναίκες με τα πρόσωπά τους να προβάλουν σαν φεγγάρια απ' τα παράθυρα. Μας λένε για τις κόρες μας, που απ' τις άκριες του κόσμου συρρέουν τα ευγενέστερα αρχοντόπουλα για να τις ζητήσουν, και για τους γιούς μας, που οι σοφότεροι των σοφών, οι πιο σπουδαίοι δάσκαλοι είναι σκυμμένοι πάνω τους ψιθυρίζοντάς τους τα μυστικά των διαβασμάτων. Μας μιλούν όμως τα κάλαντα και για τον Χριστό που γι' άλλη μια φορά γεννιέται στη φάτνη μοναχός του, μακριά απ΄τη τρικυμία του κόσμου και μέσα σ' αυτή΄ παιδί που 'χει ανάγκη τις χωριατοπούλες των ορεινών της Ηπείρου να του αλλάξουν τα βρεφικά του σπάργανα, συντρέχοντας τη μικρομάνα Θεοτόκο. Και τι άλλο μας λένε αυτά τα χαρούμενα άσματα; Μας λένε για τη σφαγή στη Ραμά, για τη Ραχήλ που παράδερνε πάνω απ' τα μακελεμένα παιδιά της. Μας μιλούν για το άρπαγμα του Χριστού απ' τον εβραϊκό όχλο, για το αίμα και την χολή που 'σταξε και ανέβλυσε σαν μύρο. Έτσι, για να 'μαστε στα στασίδια μας την επόμενη μέρη την γιορτάδα και Κυρία, σα βρέφη μες τη φάτνη, χριστοφόροι μες τους προσωπικούς μας τάφους, αναμένοντας της Πασχαλιάς το κρότο και το θάμβος το ανείπωτο.
Παρίσι, έτει από της Ενσάρκου Οικονομίας του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, 2011.

1 σχόλιο:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Aγαπητοί φίλοι,
εγκάρδιες ευχές σε εσάς και
τις οικογένειές σας.

Είθε η μικρή ανάπαυλα των γιορτών να σας χαρίσει γαλήνη και μικρές χαρούμενες καθημερινές στιγμές που τόσο μας είναι απαραίτητες και μας ανατροφοδοτούν στους χαλεπούς καιρούς μας.

Related Posts with Thumbnails

Αναγνώστες